- τάξαντες
- τάσσωdraw up in order of battleaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπροσθεν — ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν] επίρρ. 1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.) 2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.) 3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν… … Dictionary of Greek